Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Εισήγηση - 24 Νοεμβρίου 2015









Την 24η Νοεμβρίου 2015 έκανε εισήγηση στην Ένωση Ελλήνων Δικονομολόγων ο Δικηγόρος Αθηνών Αναστάσιος Ρούτσης, με θέμα "Τινά περί των διακριτών ορίων μεταξύ αμέσου και εμμέσου αντιπροσωπεύσεως"



Ακολουθεί το διάγραμμα της εισήγησης:


Ενωση Ελλήνων Δικονομολόγων

Συνεδρίαση τής 24.11.2015 / ώρα 20:00 στήν Αίθουσα ΔΣΑ



Θέμα : «Τινά περί τών διακριτών ορίων μεταξύ αμέσου καί εμμέσου αντιπροσωπεύσεως»

Εισηγητής : Αναστάσιος Π. Ρούτσης , Δικηγόρος Αθηνών

--------------------------------------------------------------------



1. Ο ανωτέρω τίτλος τού θέματος ανήκει (όχι σ΄ εμένα αλλά) σέ άρθρο τού Ιωάννη Γ. Δεληγιάννη , Υφηγητή τό 1953 στό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αποτελεί μετά θάνατον ελάχιστος φόρος τιμής εκ μέρους μου πρός αυτόν (πού έχει πλέον φύγει από τήν ζωή) επειδή εξ όσων γνωρίζω είναι ο μόνος πού από τότε (μέχρι καί σήμερα) έχει εισφέρει ΠΡΩΤΟΤΥΠΕΣ σκέψεις στό παρόν αντικείμενο.



2. Τό ρητό κείμενο τού νόμου :



Άρθρο 211 Α.Κ. : Άμεση αντιπροσώπευση. Δήλωση βούλησης από κάποιον (αντιπρόσωπο) στό όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου) μέσα στά όρια τής εξουσίας αντιπροσώπευσης ενεργεί αμέσως υπέρ καί κατά τού αντιπροσωπευομένου . Τό αποτέλεσμα αυτό επέρχεται είτε η δήλωση γίνει ρητά στό όνομα τού αντιπροσωπευομένου είτε συνάγεται από τίς περιστάσεις ότι έγινε στό όνομά του.

Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλόγως καί όταν η δήλωση τής βούλησης απευθύνεται πρός τόν αντιπρόσωπο .



Άρθρο 212 Α.Κ. : Ερμηνευτικός κανόνας . Άν δέν μπορεί νά διαγνωστεί ότι κάποιος ενεργεί στό όνομα άλλου , θεωρείται ότι ενεργεί στό δικό του όνομα .



3. Ενδεικτικές εισαγωγικές επισημάνσεις.



3.1 Πρέπει εξ αρχής νά επισημανθεί ότι σκοπίμως έχουν υπογραμμισθεί οι ως άνω νομικοί όροι («δήλωση βουλήσεως» , «στό όνομα άλλου», «από τίς περιστάσεις» , «ενεργεί») ώστε να τονισθεί ότι τά ως άνω δύο άρθρα εφαρμόζονται μόνον επί δικαιοπραξιών τίς οποίες αποκλειστικά αφορούν.



3.2 Τό πρώτο από τά ως άνω άρθρα (211 Α.Κ.) καθιερώνει τόν θεσμό τού ΑΜΕΣΟΥ αντιπροσώπου μέ βάση τόν οποίο δεσμεύεται από την δικαιοπραξία ο αντιπροσωπευόμενος, αντιδιαστέλλεται δέ αυτό πρός τό δεύτερο άρθρο (212 Α.Κ.) πού καθιερώνει τόν θεσμό τού ΕΜΜΕΣΟΥ αντιπροσώπου μέ βάση τόν οποίο δεσμεύεται από τήν δικαιοπραξία (όχι ο αντιπροσωπευόμενος αλλά) ο ίδιος ο αντιπρόσωπος [AD HOC, Γεώργιος Μπαλής ΓΕΝΙΚΑΙ ΑΡΧΑΙ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Αθήνα 1961 σελ. 286-287, ΑΠ 752/2003 ΕΕΝ 2004 σελ. 153-155]



3.3 Περαιτέρω επισημαίνεται ότι οι νομικές εκφράσεις «γιά λογαριασμό άλλου» και «στό όνομα άλλου» πού απαντώνται στά ως άρθρα καί στήν ερμηνεία τους όχι μόνον ΔΕΝ είναι ταυτόσημοι δηλαδή ΔΕΝ πρόκειται περί νομικής ταυτολογίας αλλά αντιθέτως, ο μέν πρώτος («γιά λογαριασμό άλλου») είναι αυτός τούτος ο θεσμός τής αμέσου αντιπροσωπεύσεως πού καθιερώνεται στο άρθρο 211 Α.Κ., ενώ ο δεύτερος («στό όνομα άλλου») είναι η εκ τών ούκ άνευ περαιτέρω προϋπόθεση τής ύπαρξης αμέσου αντιπροσωπεύσεως μέ τήν έννοια ότι μόνον εφόσον τό όνομα τού αντιπροσωπευομένου είναι στήν δικαιοπραξία ο αντισυμβαλλόμενος τού τρίτου πρόκειται περί αμέσου αντιπροσωπεύσεως, άλλως δηλαδή αν αντισυμβαλλόμενο στήν δικαιοπραξία είναι τό όνομα τού αντιπροσώπου πρόκειται περί εμμέσου αντιπροσωπεύσεως [μία μέ νομική ακρίβεια δικαστική απόφαση αντιδιαστέλλουσα τίς δύο αυτές έννοιες είναι η ΑΠ 490/1976 ΝοΒ 24 σελ. 1058-1059].



4. Τό ακριβές χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει νά καταγραφεί αν ο αντισυμβαλλόμενος τού τρίτου ενεργεί ως αντιπρόσωπος ή όχι είναι η εκποιητική δικαιοπραξία, δηλαδή ούτε η προηγηθείσα υποσχετική δικαιοπραξία ούτε πολλώ μάλλον προηγηθείσες τής τελευταίας ούτε επακολουθήσασες τής εκποιητικής δικαιοπραξίας δηλώσεις καί υλικές πράξεις τού εμφανισθέντος ως αντιπροσώπου. (4.1) οι μέν ΠΡΟΗΓΗΘΕΙΣΕΣ τής εκποιητικής δικαιοπραξίας επειδή λ.χ. η δήλωσή του στην υποσχετική δικαιοπραξία ότι ενεργεί ως αντιπρόσωπος, δέν θα ασκήσει οποιαδήποτε επιρροή στην εκποιητική δικαιοπραξία αν κατ΄ αυτήν δηλώσει ότι ενεργεί ατομικά οπότε αυτοδικαίως ως υποκείμενο τής εννόμου σχέσεως ενάγει και ενάγεται ο ίδιος ατομικά (παραδείγματα: τό συμβόλαιο μεταβιβάσεως ακινήτου, τό τιμολόγιο πωλήσεως αγαθών ή καί υπηρεσιών). (4.2) οι δέ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΣΕΣ τής εκποιητικής δικαιοπραξίας επειδή αυτοδικαίως ο εμφανιζόμενος τότε κατά την εκποιητική δικαιοπραξία θά δήλωνε κατ΄ αυτήν ότι ενεργεί ατομικά και εφόσον μεταγενεστέρως τής εκποιητικής δικαιοπραξίας είχε τό δικαίωμα νά δηλώσει ως αντιπρόσωπος θα επέλεγε ως αντιπροσωπευόμενον συγκεκριμένο αφερέγγυο πρόσωπο και σε συμπαιγνία μαζί του θα δημιουργούσε σκόπιμη αφερεγγυότητα μέ αυτοδίκαιο αποτέλεσμα τήν απώλεια τών νομίμων δικαιωμάτων τού αντισυμβαλλομένου τρίτου.



5. Πράγματι έχει κριθεί νομολογιακά καί ισχύει ότι όπου ο νόμος απαιτεί τύπον, ΔΕΝ αρκεί να συνάγεται από τίς περιστάσεις ότι ο επιχειρήσας τήν δικαιοπραξία ενήργησε ως αντιπρόσωπος, αλλά ότι θα πρέπει νά προκύπτει αυτό εξ αυτού τού εγγράφου [AD HOC, Γεωργιάδης-Σταθόπουλος Αστικός Κώδιξ Τόμος 1 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ υπό άρθρα 211-235 σελ 353 αριθμός περθωρίου 18, ΕφΑθ 5761/1993 ΝοΒ 42 σελ. 78].



6. Όταν ΔΕΝ υπάρχει έγγραφο:



6.1 Εφαρμόζονται τά άρθρα 173 & 200 Α.Κ.

6.2 Ειδικώτερα κριτήρια εντοπίζονται στίς ΕφΠειρ 832/2008 & ΕφΑθ 5237-8/1988 ΕλλΔ 1989 σελ. 145 -146 συνιστάμενα σέ «προσφυγή σέ αντικειμενικά κριτήρια καί όχι σέ υποκειμενικές εντυπώσεις τών συμβαλλομένων»

6.3 ο Ιωάννης Γ. Δεληγιάννης «Τινά περί τών διακριτικών ορίων μεταξύ αμέσου καί εμμέσου αντιπροσωπεύσεως» ΕΕΝ 1955 σελ. 903 – 913 , ο οποίος εκθέτει ΡΗΤΑ μεταξύ άλλων ότι :



(Ι) ως πρός τόν ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟ : (Ι.1) ΔΕΝ αρκεί η υποκειμενική αντίληψή του νά ενεργήσει αλλοτρίω ονόματι αλλά (Ι.2) προσαπαίτεται πρόθεσή του αυτή νά λάβει εξωτερική υπόσταση (σελ. 904 παρ. Β΄ Ι 5 οι τρείς τελευταίες σειρές τής αριστερής στήλης καί οι έξι πρώτες σειρές τής δεξιάς στήλης

(ΙΙ) ως πρός τόν ΤΡΙΤΟ πού συναλλάσσεται μέ τόν αντιπρόσωπο : (ΙΙ.1) ΔΕΝ αρκεί η υποκειμενική πρόθεσή νά ενεργήσει αλλοτρίω ονόματι αλλά (ΙΙ.2) προσαπαιτείται αυτή η υποκειμενική αντίληψή του νά επαληθεύεται από αντικειμενικά κριτήρια, απαιτείται προσφυγή σέ αντικειμενικά κριτήρια καί η σταθερότητα τών συναλλαγών ΔΕΝ δύναται νά στηρίζεται επί τών υποκειμενικών εντυπώσεων τών συναλλασσομένων. (σελ. 904 παρ. Β΄ Ι 7 οι οκτώ τελευταίες σειρές τής δεξιάς στήλης καί οι πέντε πρώτες σειρές τής αριστερής στήλης τής επόμενης 905 σελίδας)



7. Συνεπώς, ΣΥΝΟΨΙΖΟΝΤΑΣ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ:



7.1 Από απόψεως φύσεως, ΔΕΝ επιτρέπεται να ληφθούν υπόψιν ερμηνευτικά κριτήρα αναγόμενα σέ υποκειμενικές εντυπώσεις τών συναλλασσομένων.

7.2 Από απόψεως χρονικού σημείου, ΔΕΝ επιτρέπεται να ληφθούν υπόψιν ερμηνευτικά κριτήρα αναγόμενα σέ χρόνο οποτεδήποτε πρίν καί οποτεδήποτε μετά τό χρονικό σημείο τής εκποιητικής δικαιοπραξίας.

7.3 Από απόψεως περιεχομένου, ΔΕΝ επιτρέπεται να ληφθούν υπόψιν ερμηνευτικά κριτήρα αναγόμενα σέ

δηλώσεις τών συναλλασσομένων.

7.4 Τό μόνο ερμηνευτικό κριτήριο πού επιτρέπεται είναι η προσφυγή σε αντικειμενικά κριτήρια νοούμενα όχι μέ τήν εμπειρική αλλά προφανώς τήν νομική τους έννοια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου