Την Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016 έκανε εισήγηση στην Ένωση Ελλήνων Δικονομολόγων ο Ιωάννης Σαρμάς, Αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με θέμα "Οι σχέσεις μεταξύ απόδειξης και αλήθειας (στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης)"
Ακολουθεί το διάγραμμα της εισήγησης:
ΟΙ
ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΔΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΕΕ
Ο
δέκατος αναιρετικός λόγος στον Κώδικα
Πολιτικής Δικονομίας,
που στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο
της ουσίας δέχτηκε πραγματικά περιστατικά
ως αληθινά χωρίς απόδειξη,
συνδέει ευθέως και ρητώς την απόδειξη
με την αλήθεια. Άλλοι επτά αναιρετικοί
λόγοι από αυτούς που προβλέπονται στον
Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αναφέρονται
αμέσως ή εμμέσως σε ζητήματα απόδειξης
της αλήθειας. Έτσι, παρά την απαγόρευση
του Κώδικα στον αναιρετικό δικαστή να
ελέγξει την εκτίμηση πραγμάτων στην
οποία προέβη ο ουσιαστικός δικαστής ,
υφίσταται ένας μηχανισμός εις χείρας
του αναιρετικού δικαστηρίου που του
επιτρέπει να διεισδύσει στο πραγματικό
των υποθέσεων.
Αντικείμενο
της εισηγήσεως είναι η παρουσίαση
αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του
Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που
βοηθούν στην κατανόηση των σχέσεων
μεταξύ απόδειξης και αλήθειας.
Στόχος
της εισηγήσεως είναι, με την ανάλυση
που ακολουθεί, να ενισχύσουμε τα
διανοητικά μας εργαλεία είτε προς
αναζήτηση
της αλήθειας, αν ενεργούμε στο πλαίσιο
ουσιαστικής δίκης, είτε για τον
έλεγχο της
αναζήτησης
αυτής, αν
ενεργούμε στο πλαίσιο αναιρετικής
δίκης.
Η εισήγηση
περιλαμβάνει την παρουσίαση τεσσάρων
αποφάσεων που εκδόθηκαν επί υποθέσεων
με ευκόλως κατανοητό και αρκετά ενδιαφέρον
πραγματικό.
Δύο
αποφάσεις είναι του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η πρώτη και
η τελευταία από αυτές που θα παρουσιαστούν
εδώ. Στην πρώτη αναζήτησε το ίδιο το
Δικαστήριο την αλήθεια ακολουθώντας
το ανακριτικό σύστημα, στην άλλη η
αλήθεια αναζητήθηκε από ένα εθνικό
ποινικό δικαστήριο και το Ευρωπαϊκό
Δικαστήριο έλεγξε την ορθότητα της
αναζήτησης. Οι άλλες δύο αποφάσεις, η
δεύτερη και η τρίτη, είναι του Δικαστηρίου
της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφορούν υποθέσεις
ανταγωνισμού -
κατάχρησης
δεσπόζουσας θέσης η δεύτερη,
και σύμπραξης ανταγωνιστών η τρίτη
- όπου ο
δικαστικός έλεγχος ήταν ακυρωτικός,
δηλαδή το Δικαστήριο περιορίστηκε στον
έλεγχο της ορθότητας της αιτιολογίας
της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης.
Η σειρά παρουσίασης των τεσσάρων
αποφάσεων υπαγορεύτηκε από την ανάγκη
προόδου από το απλούστερο στο συνθετότερο,
κι από το ειδικότερο στο πιο γενικό.
Η
ανάλυση μας βοηθεί να κατανοήσουμε,
έχοντας συγκεκριμένα παραδείγματα κατά
νου, ότι ως εκτίμηση
πραγματικών γεγονότων,
στην οποία αναφέρεται ο Κώδικας Πολιτικής
Δικονομίας, μπορεί να νοούνται δύο
εντελώς διαφορετικής φύσεως εκτιμήσεις,
που είναι αναγκαίο να τις διακρίνουμε,
πρώτον, η εκτίμηση των αποδεικτικών
στοιχείων
για να κριθεί η αξιοπιστία τους και να
αναδειχθούν οι πληροφορίες που παρέχουν
και, δεύτερον, η εκτίμηση των πληροφοριών
που αντλούνται από τα επί μέρους
αποδεικτικά στοιχεία
ώστε να ανασυσταθεί επαγωγικά, μέσω
συναγωγών και τεκμηρίων, ο εικόνα της
πραγματικότητας πάνω στην οποία
στηρίζεται η εφαρμογή του νόμου.
Όπως
καταδεικνύεται από τις αποφάσεις που
σχολιάζονται εδώ, και οι ως άνω δύο
μορφές εκτιμήσεων δεν διεξάγονται
αφανώς στο μυαλό των δικαστών που
αποφασίζουν, αλλά εκτίθεται αναλυτικά
στο κείμενο της αποφάσεως ώστε ο
αναγνώστης της απόφασης να είναι σε
θέση να ακολουθήσει τη συλλογιστική
πορεία του δικαστή στις πολυεπίπεδες
εκτιμήσεις του.
Ι. Δ. ΣΑΡΜΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου